σφέτερος

σφέτερος
σφέτερος (-ου, -οισι; -ας, -αν: cf. σφός, ἑός.)
a his, their own (the reference is to the subject of the sentence, except in P. 10.38)

νιν παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς O. 9.78

τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.61

σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.83

σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.33

Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν I. 8.56

ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2.
b their own

Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38

(Ἀλεῖοι)

ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν I. 2.27


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφέτερος — their own masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφέτερος — έρα, ον, Α (κτητ. αντων.) 1. (γ πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.) 2. (γ εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.) 3. (β πληθ. πρόσ.) δικός σας 4. (β εν. πρόσ.) δικός σου 5.… …   Dictionary of Greek

  • σφετέρω — σφέτερος their own masc/neut nom/voc/acc dual σφέτερος their own masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέρων — σφέτερος their own fem gen pl σφέτερος their own masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέρως — σφέτερος their own adverbial σφέτερος their own masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφέτερον — σφέτερος their own masc acc sg σφέτερος their own neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέραιν — σφέτερος their own fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέραις — σφέτερος their own fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέραισιν — σφέτερος their own fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέρη — σφέτερος their own fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετέρην — σφέτερος their own fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”